- αχτιδωτός
- ışınlı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αχτιδωτός — αχτιδωτός, ή, ό και αχτινωτός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι διαταγμένος κατά αχτίνες: Το αρχαίο θέατρο απλωνόταν μπροστά μας αχτινωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινωτός — και αχτινωτός και αχτιδωτός, ή, ό (Α ἀκτινωτός, ή, όν) [ἀκτίς] αυτός που έχει ακτίνες, ο ακτινοειδής … Dictionary of Greek